προστώο — το προστέγασμα στην πύλη οικοδομήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεσσός — Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα … Dictionary of Greek
Αδριάνειο υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών με τους οποίους μεταφερόταν το νερό από τις πλαγιές της Πεντέλης στον Λυκαβηττό (στη σημερινή πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι) για την ύδρευση της Αθήνας. Το έργο άρχισε ο Αδριανός και το ολοκλήρωσε ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (μέσα 2ου… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
προστάς — άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου 2. το προστώο 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ Ὅμηρος ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».… … Dictionary of Greek
πρόαιθρον — τὸ, Α ο χώρος πριν από το αίθριο, προστώο στην αυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἴθριον] … Dictionary of Greek
πρόστοο — το / πρόστοον ΝΑ βλ. προστώο … Dictionary of Greek